«Δεν θα με πείραζε να πεθάνω σε αεροπορικό δυστύχημα. Θα ήταν ένας ωραίος τρόπος για να “φύγω”. Δεν θέλω να πεθάνω στον ύπνο μου ή από γηρατειά ή από υπερβολική δόση. Θέλω να νιώσω πώς είναι. Θέλω να το γευτώ, να το ακούσω, να το μυρίσω. Ο θάνατος έρχεται μόνο μια φορά, δεν θα ’θελα να τον χάσω».
Αλλά δεν έγινε όπως το ’χε πει. Ο Jim Morrison, ο ποιητής, ο επαναστάτης, ο μαγευτικός και καταραμένος θεός της rock, πέθανε σε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι. Σάββατο ξημερώματα, στις 3 Ιουλίου 1971, βρέθηκε νεκρός μες στην μπανιέρα του από τη φίλη του Pamela Courson – μια σταγόνα ξερό αίμα στόλιζε το πάνω χείλος του. Ο γιατρός που τον εξέτασε διέγνωσε καρδιακή προσβολή. Πουθενά δεν βρέθηκαν στοιχεία εγκληματικής ενέργειας. Ο θάνατος του Μοrrison καταχωρίστηκε ως «θάνατος από φυσικά αίτια». Νεκροψία δεν έγινε. Τάφηκε ήσυχα σε ένα νεκροταφείο στο Παρίσι, δίπλα στον Oscar Wilde, την Piaf, τον Chopin, τον Bizet, τον Honore de Balzac. Και μέχρι σήμερα, το πού, το πώς και το γιατί αυτής της ιστορίας δεν έχουν απαντηθεί.
O MORRISON ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ
«Οι άνθρωποι φοβούνται το θάνατο περισσότερο από τον πόνο. Είναι παράξενο που φοβούνται το θάνατο – η ζωή πονάει πιο πολύ. Όταν φτάνει ο θάνατος, ο πόνος τελειώνει. Ναι, υποθέτω πως είναι ένας φίλος».
Την άνοιξη του 1971, ο Morrison πονούσε. Ένιωθε πως είχε ξοφλήσει με την καριέρα του rock star στο L.A., η ιστορία με τη δίκη μετά το «συμβάν στο Μαϊάμι» (τη συναυλία, στην οποία λέγεται πως είχε δείξει για ελάχιστα δευτερόλεπτα στο κοινό τα γεννητικά του όργανα, με αποτέλεσμα να βρεθεί στο εδώλιο και να καταδικαστεί πρωτόδικα σε έξι μήνες φυλάκιση για απρέπεια, επίδειξη, προσβολή δημοσίας αιδούς και δημόσια μέθη) του ’χε κοστίσει περισσότερο από όσο ήθελε να παραδεχτεί. Με ακυρώσεις συναυλιών, κακές πωλήσεις, κακή δημοσιότητα στους μουσικούς κύκλους, όπου είχε αρχίσει να φαντάζει ελαφρώς παρακμιακός. Και το μιξάρισμα του L.A. Woman καθυστερούσε.
Την Παρασκευή 12 Μαρτίου 1971 ο Jim μπήκε σε ένα αεροπλάνο κι έφυγε για το Παρίσι, την πόλη των ποιητών, των στοχαστών, των ζωγράφων, του Μάη του ’68. Μαζί με την αγαπημένη του Pamela Courson εγκαταστάθηκαν στην οδό Beautreillis 17. Στη γαλλική πρωτεύουσα βρήκε την ησυχία του. «Είναι τόσο όμορφα εδώ, σαν να πέταξαν τα αρνητικά όταν έφτιαξαν αυτή την πόλη». Έκανε πολύωρους περιπάτους, διάβαζε, έγραφε σαν «συγγραφέας στην εξορία», έχασε βάρος, ξυρίστηκε. Kαι έπινε μέχρι αναισθησίας, μεθούσε και τον πετούσαν έξω από τα clubs, κάπνιζε ασταμάτητα, είχε σποραδικές, ανεξέλεγκτες κρίσεις βήχα που τον εξασθενούσαν – το παλιό του πρόβλημα με το άσθμα τον ταλαιπωρούσε πάλι.
ΤΗΙS IS THE END, MY FRIEND
«Μοιάζει λίγο με τζόγο. Βγαίνεις έξω το βράδυ, πίνεις και δεν ξέρεις πού θα καταλήξεις το επόμενο πρωί. Μπορεί να βγει κάτι καλό ή κάτι καταστροφικό. Είναι σαν να ρίχνεις το ζάρι».
Στις 2 Ιουλίου, την τελευταία νύχτα της ζωής του, ο Jim Morrison βγήκε, έφαγε, πήγε σινεμά (για να δει –τι ειρωνεία!- το Death Valley), γύρισε σπίτι, είδε παλιές ταινίες, ξάπλωσε, άκουσε δίσκους των Doors, έπεσε, κοιμήθηκε. Κατά τις 3.30 ξύπνησε, αισθανόταν άρρωστος. Έκανε τρεις φορές εμετό φαγητό, αλκοόλ και αίμα. Αρνήθηκε να φωνάξει το γιατρό. Είπε στην Pamela πως αισθανόταν καλύτερα. Θα έκανε ένα ζεστό μπάνιο και θα ξάπλωνε. Εκείνη ξύπνησε κάνα δυο ώρες αργότερα και τον βρήκε ακίνητο και κρύο μες στην μπανιέρα, με μια σταγόνα αίμα να τρέχει από τη μύτη του. Πανικόβλητη τηλεφώνησε στον κοινό τους φίλο Alain Ronay, που κατέφθασε αμέσως, παρέα με την Agnes Varda, την ηγερία του παριζιάνικου underground (κατά μία εκδοχή, μαζί τους ήταν και η Marianne Faithful, η οποία όμως ποτέ δεν το επιβεβαίωσε, ούτε μίλησε για εκείνη τη νύχτα). Κάλεσαν ένα ασθενοφόρο και ειδοποίησαν την αστυνομία. Ο Γάλλος γιατρός Max Vassille, που κλήθηκε αργότερα στο διαμέρισμα, επιβεβαίωσε το θάνατο του star, από ανακοπή. Ως ώρα θανάτου προσδιορίστηκε η 5η πρωινή.
Από κει και πέρα, οι ιστορίες μπερδεύονται. Τον Απρίλιο του ’91, έπειτα από 20 χρόνια σιωπής, ο Alain Ronay σε μια συνέντευξη στο Paris Match, θα έδινε μια άλλη εκδοχή για τις τελευταίες ώρες του Morrison. Σύμφωνα –πάλι– με τα λεγόμενα της Pamela, το απόγευμα της 2ης Ιουλίου, ο Jim σνιφάρισε ηρωίνη. Το βράδυ έκαναν και οι δυο τους άλλη μια «μυτιά» (ο Μorrison φοβόταν και σιχαινόταν τις βελόνες) και αργότερα, πέφτοντας στο κρεβάτι, πήρε άλλη μια δόση και αποκοιμήθηκε ακούγοντας το «Τhis is the end» στο πικάπ. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Το 2007, πάλι, ο Sam Bernett, πρώην manager του Rock’n’Roll Circus (του πιο hot spot της παριζιάνικης αριστερής όχθης), στο βιβλίο του The End - Jim Morrison, περιέγραψε πως ο star πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης στις τουαλέτες του nightclub. Κατά τον Bernett, ο Morrison πήγε στο Circus γύρω στη 1.00 τα ξημερώματα της 3ης Ιουλίου. Ήταν μόνος του, έδειχνε κακόκεφος. Κάθισε στο συνηθισμένο του σημείο στο μπαρ και παρήγγειλε μπίρες κι ένα μπουκάλι βότκα. Αργότερα αγόρασε λίγη ηρωίνη για την Pamela από δυο γνωστά «βαποράκια» του club. Στις 2.00 π.μ. χάθηκε στις τουαλέτες. Μισή ώρα αργότερα κάποιος ειδοποίησε τους υπεύθυνους του Circus πως ένας άντρας ήταν κλειδωμένος σε μια απ’ αυτές.
Ο Βernett με ένα σωματοφύλακα έσπασαν την πόρτα και βρήκαν τον Morrison κουλουριασμένο πάνω στο κάθισμα της τουαλέτας – μια άμορφη, ακίνητη μάζα, με το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατα, τα χέρια κρεμασμένα, μια φυσαλίδα αίμα στα χείλια. «Ήταν προφανές πως είχε σνιφάρει ηρωίνη». Ένας γιατρός που βρέθηκε ανάμεσα στους θαμώνες τον εξέτασε και επιβεβαίωσε πως ήταν νεκρός, από καρδιακή προσβολή «λόγω θανατηφόρας υπερβολικής δόσης». Τα «βαποράκια» που του είχαν πουλήσει την ηρωίνη νωρίτερα «φυγάδευσαν» το πτώμα, σκεπασμένο με μια κουβέρτα, μέσα από το διάδρομο που συνέδεε το Circus με το διπλανό club, το Αlcazar, το έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο και το μετέφεραν σπίτι του. Ο Βernett δέχτηκε απειλές για να μην αποκαλύψει σε κανέναν όσα είχε δει και ακούσει – το σκάνδαλο δεν θα ωφελούσε το club κι έπειτα ο Jim ήταν κιόλας νεκρός, ένα τραγικό, τραγικό «δυστύχημα». Μια λάθος ζαριά…
ΑΛΛΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ
«Υπάρχουν πράγματα γνωστά και πράγματα άγνωστα – κι ανάμεσά τους υπάρχουν οι Doors».
Πέρα από τα γεγονότα, τις μαρτυρίες, τις επίσημες βιογραφίες υπάρχουν οι φήμες, οι θεωρίες, οι ιστορίες των fans για το «τι πραγματικά συνέβη με τον Jim». Θεωρίες μυστικιστικές, που μπλέκουν λευκή και μαύρη μαγεία, vοodoo, σκοτεινά πνεύματα και σαμάνους. Ο Μοrrison, λένε, δολοφονήθηκε με «υπερφυσικό» τρόπο, στη διάρκεια μιας τελετής, από ζηλιάρες μάγισσες groupies ή πρώην ερωμένες ή από τους δαίμονες που τον είχαν καταλάβει. Kαι μετά χάθηκε, έγινε ενέργεια, γύρισε πίσω στην καρδιά του σκοταδιού που τον ξέρασε. Κι άλλες θεωρίες, πολιτικοκοινωνικές: πως, τάχα, ήταν θύμα των Σιωνιστών, του FBI, της Μαφίας, της κυβέρνησης που ήθελε να λιώσει τo «σατανά με τα δερμάτινα», το «βασιλιά σαύρα» που «δηλητηρίαζε τα μυαλά της αμερικάνικης νεολαίας». Ή πως ήταν και ο ίδιος πράκτορας (άλλωστε ο πατέρας του ήταν υψηλόβαθμος στρατιωτικός του Πολεμικού Ναυτικού), και μάλιστα είχε επαφές με αριστερές, μυστικιστικές σέχτες που ενδιέφεραν τις υπηρεσίες πληροφοριών. Ή πως δεν υπήρχε ένας αλλά πολλοί Morrisons, που γνωρίζονταν μεταξύ τους ως μέρος ενός απόρρητου κυβερνητο-ανθρωπολογικού project. Θεωρίες, θεωρίες.
Απ’ όλες πιο διαδεδομένη είναι η εκδοχή πως ο Μοrrison δεν πέθανε ποτέ, αλλά σκηνοθέτησε το θάνατό του. Την ιδέα την είχε ο ίδιος το 1967, όταν ξαφνικά, μετά από μια συναυλία στο Fillmore, άρχισε να παραληρεί για το πώς θα ’στηνε ένα «θανατικό κόλπο», για να τραβήξει το ενδιαφέρον του κοινού στους Doors. «Δεν θα ήταν τέλειο να βρισκόμουν στις Σεϊχέλες, ενώ όλοι θα με είχαν για νεκρό;». Τότε είχε επινοήσει και το «Mr. Mojo Risin», τον κωδικό αναγραμματισμό του ονόματός του, που θα χρησιμοποιούσε, αν το ’σκαγε στην Αφρική –ή οπουδήποτε– για να έρχεται σε επαφή με τους φίλους του. Αυτοί οι ίδιοι φίλοι του δεν βρήκαν δάκρυα να κλάψουν πάνω από τον τάφο του. Είπαν απλώς πως «η ενέργεια του Jim δεν ήταν εκεί» (μάλιστα ο ντράμερ των Doors, John Densmore, δήλωσε βλέποντας τον τάφο πως «δε γίνεται, δεν μπορεί... είναι πολύ κοντός!»). Μήνες μετά το θάνατό του άνθρωποι άγνωστοι συνέχιζαν να «βλέπουν» τον Jim εδώ κι εκεί, σε ένα αεροδρόμιο, σε μια τράπεζα στο Σαν Φρανσίσκο, σε gay leather bars στο L.A., σε ένα μπαρ στο Μαρακές, σε ένα ραδιοφωνικό σταθμό κάπου στη Λουιζιάνα. Ή οπουδήποτε.
Κι άλλα στοιχεία: επισήμως, εκτός από την Pamela Cοurson, που ήταν διαρκώς σε κατάσταση σοκ, και το γιατρό Μax Vassille ελάχιστοι άνθρωποι είδαν τον Morrison νεκρό μετά το «συμβάν» στο σπίτι του. Και κανείς δεν μίλησε γι’ αυτό. Ο θάνατός του ανακοινώθηκε επίσημα με καθυστέρηση πολλών ημερών. Μέχρι τότε η κηδεία του είχε γίνει. Βιαστικά, γρήγορα, μελαγχολικά, στο κοιμητήριο Père Lachaise (όπως λέγεται, σύμφωνα με επιθυμία του ίδιου, που είχε επισκεφτεί το μέρος λίγες μέρες πριν) μέσα σε ένα φτηνό φέρετρο των 366 φράγκων. Χωρίς ιερέα, χωρίς καμιά τελετή, παρουσία πέντε ανθρώπων: η Pamela ήταν εκεί και ο Bill Siddons, ο Αlain Ronay, ο Robin Wertle, η Agnes Varda. Οι πιο στενοί του φίλοι, οι γονείς του δεν είδαν τη σορό του, δεν τον αποχαιρέτησαν. Την επόμενη μέρα, στις 8 Ιουλίου 1971, ο Siddons εξέδωσε μια λιγόλογη ανακοίνωση για τον Τύπο: «Μόλις επέστρεψα από το Παρίσι, όπου παρευρέθηκα στην κηδεία του Jim Morrison. O Jim τάφηκε με μια απλή τελετή, με πολύ λίγους φίλους παρόντες. (…) Πέθανε ειρηνικά από φυσικά αίτια». Αλλά ούτε ο Siddons τον είχε δει νεκρό – φτάνοντας στο Παρίσι είχε βρεθεί μπροστά σε ένα σφραγισμένο φέρετρο.
Για μήνες ο τάφος του Jim Morrison δεν έφερε καμία επιγραφή. Και για χρόνια στις συναυλίες των υπόλοιπων Doors θα πλανιόταν ένα παράξενο, πιεστικό αίσθημα του μετέωρου, η νευρικότητα που σε πιάνει όταν ξέρεις ότι κάτι, ΚΑΤΙ πρόκειται να συμβεί. Πολλοί, μες στο ακροατήριο, έδειχναν να πιστεύουν ειλικρινά πως ο Jim θα εμφανιζόταν ξαφνικά από το πουθενά και θα άρπαζε το μικρόφωνο. «Is everybody in?». Mερικές φορές, ο Manzarek τον φώναζε, έλεγε πως ήξερε ότι ο Jimmy τριγύριζε κάπου εκεί, μες στο hall. «Is everybody in? Ιs everybody in? Let the ceremony begin!».
Κι ωστόσο o κόσμος, οι fans, oι πιστοί του –παλιοί και νέοι– συνέχισαν να έρχονται στο Père Lachaise. Για μήνες, για χρόνια. Δεν σταμάτησαν να ανάβουν κεριά, να φέρνουν λουλούδια, ποτά, τσιγαριλίκια, να τραγουδάνε, να προσεύχονται, να διαβάζουν ποιήματα, να αφήνουν πάνω στον τάφο του σημειώματα με παλιά στιχάκια των Doors. Για εκείνους, όπως και για όλους εκεί έξω, ο Μοrrison θα είναι ο εσαεί «σκοτεινός πρίγκιπας» της rock. Υπνωτιστικός, ερωτικός, μελαγχολικός, ευάλωτος, αυτοκαταστροφικός, έτοιμος να εκραγεί στη σκηνή, να καεί μες στα όνειρα όσων θέλουν ακόμα να ονειρεύονται. Ο Lizard King που μπορεί να κάνει τα πάντα. Νεκρός στα 27. Για πάντα νέος.
«Βλέπω τον εαυτό μου σαν έναν τεράστιο φλεγόμενο κομήτη, ένα πεφταστέρι. Όλοι σταματάνε, δείχνουν ψηλά, τους κόβεται η ανάσα, λένε “Ω, δες αυτό!”. Μετά ένα φσσσστ κι έφυγα… και δεν θα ξαναδούν ποτέ κάτι τέτοιο. Και δεν θα μπορέσουν να με ξεχάσουν – ποτέ…».