Του Γιάννη Κατσούλη
http://ioanniskatsoulis.blogspot.com
http://ioanniskatsoulis.blogspot.com
«Θεωρώ τον εαυτό μου ως έναν έξυπνο, ευαίσθητο άνθρωπο, με την ψυχή ενός κλόουν πού με υποχρεώνει να τα καταστρέφω όλα στις πιο σημαντικές στιγμές».
James Douglas Morrison
(8 Δεκεμβρίου 1943 – 3 Ιουλίου 1971)
Μία από τις πιο οικίες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων, ήταν ο ήχος της βελόνας, στον δίσκο βινυλίου, πάνω στο παλιό πικάπ του αδερφού μου. Σ’ εκείνο το ξύλινο πικάπ, με το ενσωματωμένο ηχείο, είχα την τύχη να ζήσω αυτή την πρωτόγνωρη αίσθηση της μουσικής, διαμέσου των αυλακιών του δίσκου. Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Θα ’ναι κάτι περισσότερο από είκοσι τρία. Κάπως έτσι μπήκα στον κόσμο της μουσικής, μ’ εκείνα τα ιδιαίτερα μαθήματα του αδερφού μου και την προσωπική μου αναίδεια στο να παραβλέπω το απαγορευτικό που έβαζε όταν δεν ήταν παρών, το να βάζω, δηλαδή, τρέμοντας μη με τσακώσει, την βελόνα πάνω σ’ έναν δίσκο δικής μου προτίμησης. Και η ενοχική μου εισχώρηση και παρεμβολή, στον κρυφό κόσμο του αδερφού μου, σταμάτησε άδοξα όταν κάποιο απόγευμα με τσάκωσε την ώρα που προσπαθούσα να προσπεράσω ένα τραγούδι για να πάω σε κάποιο άλλο. Αιφνιδιασμένος και τρομοκρατημένος δεν έπαψα να κοιτάζω, σαν χάνος, πότε το αγριεμένο του βλέμμα και πότε την βελόνα που’ χε καρφωθεί πάνω στον δίσκο και στριφογύριζε μετέωρη κι ανυπεράσπιστη, όπως ήμουν κι εγώ. Εκείνος όμως, παρά την αγριεμένη του φάτσα, δεν με μάλωσε, αντιθέτως μ’ έβαλε για τα καλά στο κλίμα της μουσικής εφόσον κατάλαβε ότι δεν θα γλίτωνε τόσο εύκολα απ’ την φορτική παρουσία του μικρού του αδερφού. Α, τι ωραίο που είναι, τελικά, να έχεις μεγαλύτερα αδέρφια. Ο αδερφός μου ήταν κι ο πρώτος άνθρωπος με τον οποίο θα ζούσα τη μαγεία του κινηματογράφου, αν και η ταινία που επέλεξε να παρακολουθήσουμε ήταν πολύ τρομαχτική για τα παιδικά μου μάτια (και πολύ αστεία για τα μάτια του ενήλικα εαυτού μου). Όπως και να έχει, ο συνδυασμός αυτών των δύο αναμνήσεων και βιωμάτων -η ηχητική πανδαισία του δίσκου βινυλίου απ’ τη μία μεριά και η σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου με το φως του προβολέα να γεμίζει με μαγικές εικόνες το πανί- ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να μου τύχει.
Το φθινόπωρο του 1990, έχοντας στο ενεργητικό μου τρία χρόνια πειραματισμού στο βινύλιο και την ροκ μουσική, ο αγαπημένος μου αδερφός, χωρίς ασφαλώς να υποψιάζεται τη μεταγενέστερη ψύχωσή μου, είχε την έμπνευση να βάλει στο μεγάλο πικάπ του σπιτιού έναν διαφορετικό, απ’ τους συνηθισμένους, δίσκο. Κι όταν λέω διαφορετικό, εννοώ ότι η μουσική που έπαιζε εκείνο το συγκρότημα είχε μια μυστήρια και κάπως απόκοσμη ακουστική και συν τις άλλης, ένα τελείως διαφορετικό, απ’ όσα είχα δει ως τότε, εξώφυλλο. Τέσσερις αντρικές μορφές, σ’ ένα σκοτεινό φόντο, εκ των οποίων η μία κάλυπτε όλη την αριστερή πλευρά του εξωφύλλου. «Τι δυσανάλογη πόζα», σκέφτηκα «και τι μυστήρια φωνή που ’χει ο τραγουδιστής». Ας μην πω για το αρμόνιο, που στ’ αφτιά μου έμοιαζε μ’ εκείνο το όργανο που χρησιμοποιούν στις θρησκευτικές τελετές τους οι καθολικοί. Αν και δεν γνώριζα καθόλου αγγλικά, ένιωσα μια περίεργη αίσθηση να πλημμυρίζει τ’ αφτιά μου. Από εκείνο το απόγευμα πέρασαν είκοσι χρόνια κι εγώ δεν σταμάτησα να ακούω τους δίσκους, που αργότερα έγιναν κασέτες και μετά ψηφιακοί δίσκοι, αυτού του συγκροτήματος. Είκοσι χρόνια μετά κι ακόμα, όταν βρισκόμαστε με τον αδερφό μου, μου λέει το ίδιο: «Τι έγινε, ακόμα να τον βαρεθείς τον Morrison, αδερφάκι; Έχεις μαζέψει όλα τα τραγούδια του, ακόμη και τα σπάνια, έχεις όλες τις φωτογραφίες του, υποψιάζομαι ότι έχεις και όλες τις διαφορετικές εκδοχές του ρέψιμού του… τι σου λείπει ακόμα, να τον δεις να χέζει;». Το ’χω αυτό το συνήθειο, να καταπιάνομαι δηλαδή με κάτι που με ενδιαφέρει και να το μελετώ ύστερα εξονυχιστικά. Δυστυχώς ή ευτυχώς, οι Doors αποτέλεσαν ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου, περισσότερο όμως η ζωή, το έργο και ο θάνατος του τραγουδιστή τους.
Τα βρήκα, λοιπόν, όλα ή τουλάχιστον τα περισσότερα και δεν μετάνιωσα ούτε μία στιγμή. Έτσι κι αλλιώς, κάθε άνθρωπος γεμίζει τον χρόνο και τον χώρο του με ό,τι επιθυμεί. Η αβυσσαλέα ύλη προσφέρει μια παρηγορητική συντροφιά, όταν όλες οι υπόλοιπες αδυνατούν. Μπαίνοντας μέσα σ’ αυτές τις «σκοτεινές» Πόρτες κατάφερα να ανακαλύψω πολλά, ακόμα και όσα περιείχε η ερώτηση του αδερφού μου. Γέμισε ο τόπος βιβλία, αφίσες, δίσκους, κασέτες, cd, ακόμα και ταινίες. Κλείνοντας, λοιπόν, εδώ, αυτή την ας την ονομάσω εισαγωγή, να προσθέσω ότι εξαιτίας αυτού του συγκροτήματος και για να είμαι περισσότερο δίκαιος με τον εαυτό μου, εξαιτίας αυτών των ανθρώπων, του αδερφού μου και του εν λόγω τραγουδιστή, ξεκίνησα, δειλά – δειλά, να γράφω και να εξωτερικεύω όλα όσα στροβιλίζονταν μέσα μου. Καθένας από μας έχει μέσα του έναν πολύτιμο στίχο, σαν μια λυτρωτική ανασαιμιά, σαν μια υποδόρια γαλήνη. Στην περίπτωση αυτής της εικοσαετούς και πλέον γνωριμίας μου μ’ αυτό το συγκρότημα κι αυτόν τον άνθρωπο, που στοίχειωσε και απάλυνε τους εφιάλτες μου, υπάρχει ο στίχος:
«Όταν είσαι ξένος, πρόσωπα βγαίνουν μέσα απ’ τη βροχή.
Όταν είσαι ξένος, κανένας δεν θυμάται το όνομά σου…»
Γι’ αυτό, λοιπόν, όταν ανακάλυψα το φιλμ When You’re Strange, οι σκοτεινές Πόρτες ξανάνοιξαν, οι κεραίες μου άρχισαν να ψάχνουν κάποιο σήμα και ο πολύτιμος στίχος του τραγουδιού People are strange με ξανάφερε στην γνώριμη πια ατμόσφαιρα της αγαπημένης μου αρμονίας. Οι δυο μου αγάπες, η μουσική και ο κινηματογράφος, ξανάρχονταν, γι’ άλλη μια φορά στο προσκήνιο, αυτή τη φορά σε μια σύμπραξη. Δεν ήξερα τι περισσότερο να περιμένω από μία ακόμη ταινία για τους Doors, εφόσον είχα ήδη εξαντλήσει, σε προβολές, την ομώνυμη ταινία του Oliver Stone, ο οποίος είχε δηλώσει σχετικά: «Το σενάριο σε τέτοιες ταινίες, για έναν ροκ σταρ, είναι πάντα μεγάλο πρόβλημα. Αλλά μπορείς να γεμίσεις τα κενά και τις ασάφειες με μουσική και να φτιάξεις μια καλή ταινία». Την εποχή που την είδα για πρώτη φορά ήμουν ένα ξιπασμένο γυμνασιόπαιδο που, αφού είδε την πρώτη προβολή, μούλωξε κρυμμένο στην καρέκλα του και παρακολούθησε και την δεύτερη, μέχρι το τέλος. Θυμάμαι, καθώς βγήκα ζαλισμένος από την σκοτεινή αίθουσα, ότι ήμουν ενθουσιασμένος αλλά και σκεπτικός. Έχοντας προηγουμένως ρουφήξει με πάθος όλες τις βιογραφίες και ό,τι σχετικό με το συγκρότημα και τον τραγουδιστή του, είχα πολλές αντιρρήσεις σχετικά με το σενάριο αλλά καμία απολύτως για την ερμηνεία του έξοχου ηθοποιού Val Kilmer. Ωστόσο, με κάποιον τρόπο, μπόρεσα να ταξιδέψω στον μυθιστορηματικό κόσμο τωνDoors και στην πολυτάραχη ζωή του Jim Morrison. Τα επόμενα χρόνια, όταν άρχισα να ανακαλύπτω τα διάφορα βίντεο που, σε μεγάλη συχνότητα, κυκλοφόρησαν οι επιζήσαντες Doors, όπως και μερικά ακόμη από τα «παράνομα», ήμουν ήδη ένα τρελός, από ενθουσιασμό, νεαρός. Ανακαλύπτοντας, λοιπόν -ένα ακόμη κομμάτι από το πάζλ πού έφτιαχνα όλα αυτά τα χρόνια-, το τρέιλερ αυτού του φιλμ, αντιλήφθηκα μια επανάληψη από γνώριμες εικόνες. Απογοητεύτηκα λίγο, σκεπτόμενος ότι μία ακόμη προσπάθεια των εταιριών για την άμεση είσπραξη ρευστού, έμπαινε σε εφαρμογή. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισα να του δώσω μια ευκαιρία και να σταματήσω να προδικάζω. Το φιλμ είχε ήδη ξεκινήσει τις προβολές του από το 2009, με μια επίσημη, στις 9 Απριλίου 2010, στις Ηνωμένες Πολιτείες, μα όταν έκανε την σύντομη βόλτα του από τους εγχώριους κινηματογράφους, διαπίστωσα ότι δε θα μπορούσα να πάρω μια γεύση απ’ αυτήν εφόσον η πόλη που ζω δεν φρόντισε να την συμπεριλάβει στο ενεργητικό της. Τέλος πάντων με λίγη προσπάθεια τα κατάφερα και την βρήκα, ας είναι καλά ο τύπος που με βοήθησε να την «κατεβάσω». Και να ’μαι, είκοσι χρόνια μετά, με το προφίλ του ενήλικα πλέον, μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή.
Τι είναι λοιπόν αυτό το περιβόητο When You’re Strange, εκτός από ένα ιδιοφυές τέχνασμα ανάμεσα στο μύθο και την πραγματική διάσταση των γεγονότων; Ένα ντοκιμαντέρ, ένα μουσικό φιλμ, μια ακόμη βιογραφία μέσα στον ατέλειωτο σωρό βιογραφιών; Σίγουρα η προσωπική δικαίωση του Ray Manzarek, ο οποίος, χρόνια ολόκληρα, αγωνιζόταν για την σωστή απεικόνιση της αληθινής ιστορίας του συγκροτήματος και για την δικαίωση της προσωπικότητας του αγαπημένου φίλου και συνεργάτη του Jim Morrison. Ο Ray Manzarek επέβαλε τις ενστάσεις του για την ταινία The Doors, που έσπασε τα ταμία στις αρχές της δεκαετίας του ’90, κι έκανε ό,τι μπορούσε, μέσω συνεντεύξεων, μέσω των βιβλίων του Light my fire και Poet in exileκαι μέσω της μουσικής του, για να δώσει την ορθή πληροφόρηση και την ολοκληρωτική δικαίωση στο προφίλ του θανόντα καλλιτέχνη. Νομίζω πως τελικά τα κατάφερε. Με μια πρώτη ματιά, το When You’re Strange, είναι η ιστορία ενός συγκροτήματος που απασχόλησε και απασχολεί ακόμα το μουσικό στερέωμα, εφόσον δεν έπαψε ποτέ να πουλάει. Με μια δεύτερη ματιά, είναι το ψυχογράφημα και η μελοδραματική πορεία αυτοκαταστροφής ενός καλλιτέχνη που, σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό του, παραμένει επίκαιρος. Θα το περιέγραφα σαν ένα κολλάζ εικόνων από αναστημένες μπομπίνες που κατέγραψαν κάποτε ατέλειωτες σπείρες φιλμ και που με τη μοντέρνα σκηνοθετική άποψη του Tom DiCillo -από το σβήσιμο ενός πλάνου μέσα σ’ ένα άλλο, τις φωτογραφίες που παρεμβαίνουν έξυπνα, τις τεχνικές της γρήγορης και αργής κίνησης, την σουρεαλιστική απεικόνιση και την εξωπραγματικά αληθοφανή και πολλές φορές χοντροκομμένη μορφή αυτού του ανθρώπου, μαζί με το πάντρεμα της μουσικής, γίνονται μια μαγική πανδαισία που σαγηνεύει και προκαλεί να την ακολουθήσεις- μα και την συγγραφική προσέγγιση στο μύθο και την πραγματικότητα, υποβοηθούμενη από την συμβολή της αφηγηματικής ευχέρειας του ηθοποιού Johnny Depp, παρέδωσε κάτι αξιόλογο. Ο σκηνοθέτης, Tom DiCillo, επιλέγει να ξεκινήσει την ιστορία του από το τέλος, μπαίνοντας αμέσως σε μια τροχιά απίστευτης δύναμης και σπινθηροβόλων καταγραφών μιας εποχής που πέρασε πια ανεπιστρεπτί μα που συνεχίζει ακόμα να γοητεύει. Βασιζόμενος στα υπάρχοντα ντοκουμέντα: το σύντομο φιλμ -που έγραψε και σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Morrison-, Hwy: An American pastoral, την χρονιά του 1969, το φιλμ Feast of friends μια συμπαραγωγή των Doors (που τότε πέρασε σχεδόν απαρατήρητο, τώρα, επεξεργασμένο και εμπλουτισμένο με ανέκδοτο υλικό, παραδίδεται ως σπάνιο ντοκουμέντο που εξιτάρει τα μάτια και τα αφτιά του θεατή), αποσπάσματα από τα συλλεκτικά βίντεο των Doors: Live at the HollywoodBowl, Dance on fire, The Soft Parade, The Best of Doors, Live in Europe, The Doorsare open, Soundstage performances, από το ντοκιμαντέρ No one here gets out alive και από διάσπαρτα αποσπάσματα του προσωπικού αρχείου των Doors. Όλο αυτό το υλικό, που χρειάστηκε να ζυμωθεί και να παρουσιαστεί σε σύμπτυξη στο κοινό, είναι η απόλυτη καταγραφή μιας ιστορίας που δεν παρουσιάστηκε ποτέ, όπως θα έπρεπε, στην δημοσιότητα. Στην απόδοση του σεναρίου, ένας γνώστης της ιστορίας των Doorsμπορεί να αντιληφθεί εύκολα τις πηγές: το Riders on the storm: My life with JimMorrison and the Doors του John Densmore, το No one here gets out alive των Jerry Hopkins και Daniel Sugerman και φυσικά, τις αναμνήσεις των Robbie Krieger, Ray Manzarek και John Densmore. Ασφαλώς, όπως και σε οτιδήποτε σχετίζεται με τουςDoors, η παρουσία του Jim Morrison στο φιλμ είναι ομολογουμένως η πρωταγωνιστική. Κάποιες φορές γοητεύει, κάποιες άλλες σοκάρει, άλλες πάλι γεμίζει με απορία και θλίψη τον θεατή. «Για τον Ray, ήταν σαν αρχαίος σαμάνος που οδηγούσε τους ακόλουθούς του σ’ έναν κόσμο που δε θα τολμούσαν ποτέ να μπούνε μόνοι τους», λέει σε κάποιο σημείο η φωνή του αφηγητή. «Για ορισμένους, ο Jim ήταν ποιητής πού η ψυχή του παγιδεύτηκε μεταξύ παράδεισου και κόλασης. Για κάποιους άλλους, ήταν απλώς ένας ακόμη αστέρας του ροκ που συνθλίφτηκε και κάηκε. Άλλα όσο αυτά είναι πραγματικότητα, σίγουρα δεν μπορείς να καείς αν δεν έχεις μέσα σου φωτιά». Και η φωτιά είναι το στοιχείο που συνέδεσε τους Doors με την ανοδική τους πορεία, το αποδεικνύει άλλωστε και η πρώτη μεγάλη τους επιτυχία Light my fire. Ίσως να σκέφτηκε το ίδιο και ο σκηνοθέτης και χρησιμοποίησε, σαν σύμβολο, ένα σπίρτο που σηματοδοτεί την αρχή και το τέλος, μόνο που επέλεξε να αντιστρέψει λιγάκι την σειρά. Έτσι κι ο Jim Morrison, ακολουθώντας κατά γράμμα τις τυχοδιωκτικές ιδέες του Rimbaud σχετικά με την απορύθμιση όλων των αισθήσεων που οδηγούν στο άπειρο, έζησε στο έπακρο την ασυνείδητη και συνειδητή του πλευρά ώσπου στο τέλος κάηκε από την δική του εσωτερική φλόγα. Για ένα συγκρότημα που κράτησε μόλις 54 μήνες και του οποίου όλοι οι δίσκοι έγιναν χρυσοί και εξακολουθούν να πουλάνε ακόμη, δεν τα κατάφεραν κι άσχημα. Τώρα βέβαια θα μου πείτε πως, όλα αυτά τα λέει ένας αφοσιωμένος οπαδός τους, είναι μια υποκειμενική άποψη και τίποτα περισσότερο. Ίσως να έχετε δίκιο, ίσως και όχι. Η αλήθεια είναι ότι τα δικά μου πρότυπα δεν υφίστανται πια, έτσι κι αλλιώς η ηλικία μου δεν συνάδει με την δική τους. Οι Πόρτες, ούτως ή άλλως, άνοιξαν και πάλι. Δεν υπάρχουν προσκλήσεις, μπορεί να εισέλθει ο καθένας. Εγώ αποφάσισα να παίξω τον ρόλο του πορτιέρη. Η συνέχεια… επί της οθόνης.