ads
English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

celebrity-deaths

Jim Morrison, ο ποιητής και τρελός του ροκ

Κείμενο: Χριστίνα Λάσκη



Όταν ακούμε το όνομα του Morrison, μας έρχεται στο νου ο επαναστάτης, «ποιητής και τρελός» του ροκ, ο δερματοντυμένος «βασιλιάς-σαύρα», ο «ηλεκτρικός σαμάνος» και τόσα άλλα προσωνύμια που είχε κερδίσει μέσα στη σύντομη πορεία του και έντυσαν το όνομά του με την αίγλη ενός μύθου. Με το πέρασμα του χρόνου, και καθώς μπορούμε πια να βλέπουμε την εποχή εκείνη κριτικά, μπορούμε ίσως να αναρωτηθούμε πόσα γνωρίζουμε για τις πηγές έμπνευσης και τα κίνητρα αυτού του παράξενου ανθρώπου, που είχε την απαράμιλλη ικανότητα να μαγνητίζει τα πλήθη με τη φωνή και την παρουσία του. Ήταν μονάχα ο πρόωρος θάνατός του ή η ανατρεπτική ζωή του που άφησαν σημάδια; Μήπως η μουσική και οι ιδέες του;
Με μια σύντομη ματιά στην πορεία του, φυσική και πνευματική, ίσως ανακαλύψουμε απρόσμενες πτυχές, αν διεισδύσουμε λίγο βαθύτερα σε αυτόν τον παράξενο «μύθο».
Ο Jim Morrison (1943 -1971), γεννημένος στη Μελβούρνη της Φλόριντα, από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση για τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Σπούδασε θεατρικές τέχνες και κινηματογράφο στo UCLA, σε μια από τις πιο εκρηκτικές καλλιτεχνικά εποχές της σύγχρονης Αμερικής. Το 1965 δημιούργησε (μαζί με τους R. Manzarek, R. Krieger και J. Densmore) τους Doors, ένα συγκρότημα ροκ που έμελλε να αφήσει το δικό του εκκεντρικό στίγμα στη μετέπειτα μουσική σκηνή.
Κύριο σύνθημα της μουσικής των Doors ήταν η διεύρυνση της συνείδησης, ώστε «να διεισδύσει στην άλλη πλευρά» στις ανεξερεύνητες δυνάμεις του πνεύματος, του ανθρώπου και του κόσμου. Αν και επρόκειτο για ένα δημοφιλές την εποχή εκείνη σύνθημα, το νόημα που του έδωσε ο Morrison τότε, αντλούσε τις ρίζες του από τα πολυάριθμα αναγνώσματά του πάνω στη νεότερη φιλοσοφία και λογοτεχνία αλλά και στην αρχαία φιλοσοφία και στις μυστηριακές λατρείες.

Οι επιρροές από τη νεότερη λογοτεχνία και φιλοσοφία
Στις συνεντεύξεις και στα έργα του φαίνεται η επίδραση σημαντικών νεότερων λογοτεχνών και κυρίως των λεγόμενων «καταραμένων ποιητών» (decadents). Σταγόνες τέτοιας έμπνευσης νοτίζουν τα γραπτά του: η ψυχωτική φαντασία του Ε.Α. Poe, η άρνηση των κατεστημένων ορίων του Verlain, ο μοιραίος τυχοδιωκτισμός του Rimbaud, από τον Baudelaire η τραγικότητα του ανθρώπινου πεπρωμένου κι από όλους η μυστικιστική ενατένιση του Αγνώστου, της απόκρυφης φύσης του ανθρώπου. Εξάλλου οι Doors εμπνεύστηκαν το όνομά τους από ένα ρητό του Blake:
«Αν οι θύρες της αντίληψης υφίσταντο κάθαρση, όλα θα εμφανίζονταν στον άνθρωπο όπως είναι: απεριόριστα».
Βαθιά χάραξαν την ψυχή του Morrison οι αναγνώσεις του Νίτσε, μέσα από τις οποίες γνώρισε την αξία της απελευθέρωσης των ενστίκτων και της φαντασίας, των εδώ κι αιώνες καταπιεσμένων δυνάμεων του ανθρώπου και της γέννησης του μελλοντικού ελεύθερου ανθρώπου του μέλλοντος. Του Υπερανθρώπου.
Αλλά αυτό που επηρέασε τη σκέψη και τη ζωή του ακόμη περισσότερο ήταν η εξοικείωση με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, την ιστορία, την τραγωδία.
Ο κύκλος του μαρτυρεί πως ήταν σε θέση σε οποιαδήποτε στιγμή να μιλήσει για τη ζωή και τα έργα των περισσότερων Ελλήνων φιλοσόφων και ότι έτρεφε απεριόριστο σεβασμό για την προσωπικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Μα η μυστηριακή παράδοση ήταν αυτή που τον μαγνήτισε περισσότερο και που τα διδάγματά της προσπάθησε να μεταφέρει στην τέχνη του:

Η διονυσιακή έκσταση και η σαμανική τελετή
Στις συνεντεύξεις του ο Morrison δήλωνε: «Η κοινωνία μας κοροϊδεύει τους αρχέγονους πολιτισμούς και περηφανεύεται για την καταπίεση των φυσικών ροπών και ενστίκτων».
Για τον ίδιο η αρχαία παράδοση και δυο κυρίως διδασκαλίες της έδειχναν ξεκάθαρα το δρόμο για να βγει ο σύγχρονος πολιτισμός από το πνευματικό του αδιέξοδο:
Ο εξαγνισμός από τα πάθη και η δύναμη της έκστασης των Διονυσιακών μυστηρίων και η επιστροφή στη φύση, στη μαγική παράδοση και την ελευθερία της ψυχής των Ινδιάνων σαμάνων.
«Η μανία που ονομάζεται Διόνυσος ανακαλεί την αρχέγονη ψυχικότητα και τον αρχέγονο πόνο […] είναι η ενότητα του απείρως πολλαπλού» (W. Otto) Ο Διόνυσος είναι ο φορέας του χάους, της απαιτούμενης κάθαρσης που προετοιμάζει κάθε υγιή πνευματική πορεία προς το φως και την αρμονία του Απόλλωνα.
«Η μαγική πλευρά της θρησκευτική ζωής των παραδοσιακών κοινωνιών είναι επικεντρωμένη στη έννοια του «Σαμάν». Μέσω της έκστασης, η μνήμη της ψυχής ενεργοποιείται και διευρύνει τις πνευματικές ικανότητες, αποκαθιστώντας έτσι την επικοινωνία με τους αόρατους κόσμους». (Fernand Schwartz)
«Διόνυσο του ροκ» και «ηλεκτρικό σαμάνο» τον είχαν αποκαλέσει, καθώς προσπαθούσε να ξυπνήσει, μέσα από την οργιαστική ρυθμική μουσική και τους μυστηριώδεις στίχους του, τις «επικλήσεις» του και τη θεατρικότητα των παραστάσεων των Doors, τη δύναμη αυτών των αρχαίων, παράξενων τεχνικών.
Η φιλοσοφία που ακολουθούσε στην τέχνη και τη ζωή του ήταν αυτή της εκτόνωσης οτιδήποτε επίπλαστου, κρυμμένου, σκοτεινού, το σπάσιμο των γνωστών ανθρώπινων ορίων, την απελευθέρωση από τις επιταγές του σύγχρονου τρόπου ζωής, για να επέλθει η πραγματική ελευθερία.

Η εποχή του
Και η ζωή του πραγματώνει τη φιλοσοφία του. Ως και το 1969 ο Morrison, παρά την υπολογίσιμη πια, λόγω των Doors, περιουσία του, εξακολουθούσε να μην έχει μόνιμη κατοικία και να κοιμάται σε σπίτια φίλων ή στην παραλία της Βένις (LA), κάτω από τα αστέρια, με προσκεφάλι το σημειωματάριό του. Τα δικά του ποιήματα και τραγούδια, φανερώνουν μια ευαίσθητη, ρομαντική φύση που σκοτεινά και σουρεαλιστικά φωτογραφίζει με τόλμη την εποχή του και την πορεία του μέσα σε αυτήν: την απελευθέρωση των ναρκωτικών, του σεξ και του rock n’roll, το αντιπολεμικό κίνημα, την νέα πνοή της τέχνης του avant garde, την αμφισβήτηση, την μποέμικη και «χωρίς υλικά αγαθά» ζωή των χίπις.
“Θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα!” («When the music’s over»)
Εκείνη την εποχή η αλλαγή του κόσμου φαινόταν πιο δυνατή από ποτέ, όπως και η λήξη των πολέμων που ταλάνιζαν την ανθρωπότητα.
Όμως οι Doors δεν ήταν ακριβώς έτσι: «Οι Doors δεν είναι ευχάριστοι, διασκεδαστικοί χίπις, που προσφέρουν ένα χαμόγελο και λουλούδια. Κρατούν ένα μαχαίρι με μια παγωμένη τρομαχτική λάμα». J. Stinks
«Έχουμε συγκεντρωθεί σ’ αυτό το πανάρχαιο θέατρο, για να διακηρύξουμε τη δίψα μας για ζωή και να ξεφύγουμε από τη σοφία που πλημμυρίζει τους δρόμους».
Σκοπός του ήταν να σοκάρει, να απογυμνώσει τους μύθους του 20ου αιώνα, τις πανηγυρικές προκηρύξεις και την αφελή σιγουριά ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει έτσι εύκολα. «Έι, εγώ δεν μιλώ για καμιά επανάσταση, για καμιά επίδειξη».
Σε μια συνέντευξή του δηλώνει: «Δεν μπορεί να υπάρξει καμία μεγάλη επανάσταση, αν δε προηγηθεί μια εσωτερική.[…] Είμαστε κλειδωμένοι σε μια εικόνα και όλοι μεγαλώνουν φορώντας μια μάσκα. Αγαπούν τις αλυσίδες τους. Ξεχνούν την πραγματική ελευθερία: το να γνωρίζουν ποιοι είναι πραγματικά. Υπάρχει μια ολόκληρη περιοχή μέσα μας γεμάτη μνήμες και συναισθήματα, που ποτέ δεν πλησιάζουμε. Αυτή θέλω ν’ ανακαλύψω»,

Η διάψευση του οράματος: Η «Αμερικανική Νύχτα»Ο Morrison, που εκείνο τον καιρό μελετούσε ψυχολογία του πλήθους, διακήρυσσε πως μπορούσε με κατάλληλους χειρισμούς να προκαλέσει μια εξέγερση (κάποτε το κατάφερε) ή αντίθετα να αποστραγγίσει από χιλιάδες νέους κάθε ένταση, τόσο που στο τέλος των συναυλιών έφευγαν γαλήνιοι και σιωπηλοί, «σαν να είχαν μόλις παραστεί σε τελετή».
Με τον καιρό όμως άρχισε να συνειδητοποιεί ότι όλες οι προσπάθειές του είχαν μόνο παροδικά αποτελέσματα... Ο δρόμος που τους έδειχνε παραήταν δύσκολος για να τον ακολουθήσουν, χωρίς προσωπική, συστηματική καθοδήγηση. «Η ελευθερία δεν χαρίζεται. Εγώ μπορώ μόνο να δείξω το δρόμο. Όχι να τον βαδίσω για αυτούς»,
Όμως η βιομηχανία του «star system» είχε κάνει καλά τη δουλειά της.
Οι νέοι και οι εταιρίες της εποχής του δεν ζητούσαν κανέναν οδηγό για καμιά ανύψωση της συνείδησης ή ελευθερία. Ζητούσαν, και είχαν πετύχει, ένα ακόμη «άψογο» σέξι είδωλο που πουλούσε και το βρήκαν στο μαγνητισμό και την προκλητικότητα του Morrison. Συνειδητοποιώντας από νωρίς το παιχνίδι αυτό, ο Morrison ξεσπούσε στις συναυλίες: «Είστε ένα τσούρμο σκλάβοι! Τους αφήνετε να σας σπρώχνουν εδώ κι εκεί. Τι θα κάνετε για αυτό;», ή πιο νηφάλια, στα ποιήματα του:

“Το ξέρετε ότι οδηγούμαστε στη σφαγή από ατάραχους αξιωματικούς
Το ξέρετε ότι μας κυβερνά η τηλεόραση; (An American Prayer)
«Να φοβάστε τους Άρχοντες, τους κρυμμένους ανάμεσά μας» (Wilderness)
«Το τέλος είναι πάντα κοντά»

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, συνειδητοποιώντας οδυνηρά ότι το έδαφος που διάλεξαν οι Doors για να φυτέψουν τους σπόρους τους ήταν σαθρό, προσπαθεί επανειλημμένα να αποτινάξει από πάνω του το δέρμα του «Βασιλιά-Σαύρα» και να στραφεί σε μια ήσυχη ζωή αφιερωμένη στο πρώτο πάθος του, την ποίηση. Αλλά ο μύθος που είχαν δημιουργήσει οι Doors, κυλούσε πια στο δικό του, αυτόνομο δρόμο.
Στην προσπάθεια του να ξεφύγει από την πραγματικότητα ο Morrison αφέθηκε πλήρως «στο δρόμο της υπερβολής» (W. Blake). Ατελείωτες καταχρήσεις, αλκοόλ, ξενύχτια και κραιπάλη έφθειραν τόσο τον ίδιο, όσο και την ένωση με τους υπόλοιπους Doors, που συνέχιζαν απορροφημένοι το φανταχτερό παιχνίδι της δόξας.
Φάσματα μοναξιάς, απελπισίας και θανάτου άρχισαν να στοιχειώνουν πάλι τα γραπτά και τη ζωή του. «Σύγχυση... όλη μου η ζωή είναι μια ψευδαίσθηση, όλο μου ο κόσμος ένα σχισμένο τσίρκο... όλο μου το μυαλό καταρρέει» τραγουδά ανάμεσα στους κανονικούς στίχους των τραγουδιών. Έψαχνε τρόπους για να ξεφύγει από την πολύχρωμη παρέλαση των συναυλιών, των πάρτι, των δημοσιογράφων.
«Μπορείς να μου δώσεις καταφύγιο; Πρέπει να βρω κάπου να κρυφτώ. Μπορείς να μου βρεις ένα απαλό άσυλο; Δεν τα καταφέρνω πια.
Ο άνθρωπος είναι στην Πόρτα» (Shaman’s Blues)
Βρήκε το άσυλό του σε ένα ταξίδι στο Παρίσι, στα μέσα του ΄71. Εκεί, στην πόλη των φιλοσόφων και των ποιητών, θα αναζητήσει ξανά την έμπνευσή του. Το πάθος όμως και η πίστη που τρικύμιζαν τα έργα του φαινόταν πια να ‘χει χαθεί.
Στα τελευταία του γραπτά αναφέρει: «Ο θάνατος μας κάνει όλους αγγέλους και μας δίνει φτερά εκεί που είχαμε ώμους λείους σαν τα νύχια του κορακιού».
Ο φυσικός θάνατος δεν άργησε να ακολουθήσει τον πνευματικό: βρέθηκε νεκρός στο μπάνιο του στο Παρίσι, με ένα αινιγματικό χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό του.
Ο Jim Morrison ήταν από τους λίγους που συνειδητοποίησαν με απόγνωση ότι η εποχή των οραμάτων για την αλλαγή του κόσμου έφτανε στο τέλος της.
Η αμφισβήτηση της γενιάς του είχε αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στη δομή της κοινωνίας, μα απέτυχε αυτό που ο Morrison επιζητούσε πάνω από όλα: την εσωτερική ελευθερία, τη μετάλλαξη του ανθρώπου.
Ο Morrison έβλεπε από τη σκηνή, στον ορίζοντα, τα πρώτα σύννεφα της εποχής που ερχόταν, την οποία παραήταν ευαίσθητος και ασυμβίβαστος για να ακολουθήσει.
Για αυτό αφιερώθηκε σε μια προσπάθεια, για να κάνει το ταξίδι προς το «Tέλος της Νύχτας», να περάσει παρασύροντας μαζί και άλλους την Πύλη του Αγνώστου, αυτή που κάποτε θα οδηγούσε σε έναν κόσμο όπως τον είχε «δει»: νέο και ελεύθερο. Μα η δύναμη ενός μονάχα ανθρώπου δεν είναι αρκετή.
«Αυτό είναι το τέλος μοναδικέ μου φίλε, το τέλος των αφελών σχεδίων μας και όσων ακόμη στέκονται [...] πονάω που σ’ ελευθερώνω, μα ποτέ δεν θα μ’ ακολουθήσεις.
Αυτό είναι το Τέλος».

Αλλά οι μύθοι επιστρέφουν ή όπως προτιμούσε να πει:
«Ω μεγάλε Δημιουργέ της ύπαρξης, δώσε μας μια ακόμη ώρα
για να δοκιμάσουμε την τέχνη μας και να τελειοποιήσουμε τα λόγια μας.
Ζούμε, πεθαίνουμε και ο θάνατος δεν είναι το τέλος».



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-“No one here gets out alive”, D. Sugerman- J.Hopkins,. εκδ.: Κάκτος
-“Riders on the Storm”, J. Densmore, εκδ. Λιβάνη
-“Διόνυσος, μύθος και λατρεία”, W. Otto, εκδ. 21ου αιώνα
-“Σαμανισμός”, Μ. Eliade, εκδ. Χατζηνικολή
- “Σαμανισμός και τέχνη”, F. Schwarz, άρθρο του περιοδικού «Νέα Ακρόπολη» τ. 54.